χελυΐδες

χελυΐδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια υδρόβιων χελωνών τής Νότιας Αμερικής, τής Αυστραλίας και τής Νέας Γουινέας, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος χέλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelyidae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χέλυς — υος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χελυΐδες αρχ. 1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.) 2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”